Τετάρτη 30/4/2025

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Πολιτισμός

Οδυσσέας Ελύτης: Έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 1996

Ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής και ζωγράφος

SHARES
Οδυσσέας Ελύτης: Έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 1996

Τρίτη 18/3/2025

Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1979 από τη Σουηδική Ακαδημία. Κορυφαία δημιουργία του, το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), ένα «εθνικό έργο», με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία.

Ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής και ζωγράφος, ο Οδυσσέας Ελύτης, έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 1996. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979 στη Στοκχόλμη και αποτέλεσε ένα από τα μέλη «της γενιάς του τριάντα» στον καλλιτεχνικό χώρο.

Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και είναι ο δεύτερος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον εστί, ο Ήλιος ο πρώτος και οι Προσανατολισμοί. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης και ήταν το μικρότερο από τα έξι παιδιά του επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Το 1914 ήρθαν οικογενειακώς στην Αθήνα. Το 1928 πήρε το απολυτήριό του από το Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών. Από τα γυμνασιακά του χρόνια συνεργάζεται με το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, διαβάζει ελληνική και γαλλική λογοτεχνία και έρχεται σε επαφή πρώτα με την ποίηση του Καβάφη και μετά με την ποίηση του Καρυωτάκη. Το 1929 ανακαλύπτει τον σουρεαλισμό και διαβάζει Λόρκα και Ελιάρ. Τότε γράφει τα πρώτα του ποιήματα που τα στέλνει σε περιοδικά χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Αθηνών.
Όταν το 1933 ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο η «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα», με τη συμμετοχή των Κωνσαντίνου Τσάτσου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα «Συμπόσια του Σαββάτου» που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο Αυλό), τη συλλογή Στου Γλιτωμού το Χάζι του Θεοδώρου Ντόρρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908–1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935–1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες, (όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός, κ.ά.) έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του '30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Τον Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του ποιητή Γεώργιου Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας Βρανάς», με στόχο τη δημοσίευσή τους, παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη. Αυτός αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος το επίσης ψευδώνυμο «Οδυσσέας Ελύτης».

Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε τον Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή που «ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης, βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».

Το 1936, στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική Αμοργό. Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Σαμουέλ Μπω Μποβύ (Samuel Baud Bovy) δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.

Με την έναρξη του πολέμου του 1940, ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την άνοιξη του 1942 παρουσίασε το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή Ο Ήλιος ο πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα, σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Το έργο αυτό φαίνεται να συνέγραψε το 1941 ή το 1943 και, σύμφωνα με μία άποψη, το συνέθεσε για να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία ενώ, κατά άλλη, το έγραψε για τον φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στην Αθήνα.

Ο πόλεμος του 1940 τού έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και τη, χαμένη οριστικά, Βαρβαρία. Την περίοδο 1945–1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την Ελευθερία και την Καθημερινή, όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (Association Internationale des Critiques d'Art), ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό και άλλους.

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη (E. Teriade), που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από Το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για Το Άξιον Εστί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.

Υπήρξε μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του, το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο». Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασική ακρίβεια της φράσης, ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης». Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ. Ν. Μαρωνίτης και ο Γεώργιος Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Διονυσίου Σολωμού, του Κωστή Παλαμά και του Άγγελου Σικελιανού.

Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό (εκδόσεις Ίκαρος), ενώ στη Γερμανία εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Korper des Sommers». Ωστόσο, το 1960 σημάδεψε τον Οδυσσέα Ελύτη με ένα βαρύτατο διπλό πένθος, καθώς έχασε τη μητέρα του και τον αδελφό του Κωνσταντίνο.

Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο. Ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.

Το 1965 του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο.

Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974–1977). Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου έγινε στις 18 Οκτωβρίου από τη Σουηδική Ακαδημία και σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης εδόθη «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».

Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.

Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου. Η τελετή απονομής του βραβείου στη Στοκχόλμη μεταδόθηκε σε μαγνητοσκόπηση από την ΕΡΤ στις 10 Δεκεμβρίου 1979.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

 

πηγή: el.wikipedia.org

ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ